Συμβασιούχοι-Άρειος Πάγος-14.4.2011
Ξεπάγωσε τις προσδοκίες
Ανατρέποντας τις προβλέψεις αλλά και το δυσμενές τοπίο που είχε διαμορφωθεί για τους συμβασιούχους, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου άνοιξε χθες το δρόμο για τη δικαίωση όσων εργαζομένων έχουν προσληφθεί πριν από το 2001. Παράλληλα, κρατά ζωντανές, σύμφωνα με εκτιμήσεις δικαστικών και νομικών κύκλων, τις προσδοκίες για δικαστική προστασία και των συμβασιούχων της νεότερης γενιάς.
Πλειοψηφία 26 αρεοπαγιτών έναντι 20, κατά τη δίωρη κεκλεισμένων των θυρών διάσκεψη της ολομέλειας, πήγε κόντρα στις δύο αρνητικές δικαστικές εισηγήσεις και αποφάνθηκε, με αφορμή την προσφυγή καθαριστριών του ΟΠΑΠ, ότι οι συμβασιούχοι του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μπορούν να μονιμοποιηθούν. Θέτουν ως χρονικό όριο δικαίωσης το 2001, οπότε έγινε η συνταγματική αναθεώρηση, κατά την οποία περιελήφθη η γνωστή διάταξη που απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Σύμφωνα με την άποψη που επικράτησε, οι συγκεκριμένες εργαζόμενες είχαν προσληφθεί το 1990 και 1991, διάστημα κατά το οποίο δεν ίσχυε η συνταγματική απαγόρευση αλλά νομοθετικό καθεστώς (ν.2112/1920 και 3239/1954) που επιτρέπει τη μονιμοποίησή τους.
Το γεγονός ότι οι αρεοπαγίτες δέχτηκαν ότι υπάρχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας για συμβασιούχους που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αποτελεί θετικό πρόκριμα, καθώς τόσο οι εισηγήσεις του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Τέντε και του εισηγητή Αν. Δουλγεράκη όσο και η απόφαση της ολομέλειας, επί προεδρίας Κεδίκογλου, το 2007, είχαν ενταφιάσει κάθε ελπίδα για μονιμοποίηση. Εάν το ανώτατο δικαστήριο απέρριπτε τις προσφυγές των καθαριστριών, το κράτος θα συνέχιζε ανενόχλητο την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση-πιλότος της ολομέλειας καλύπτει, κατ’ αρχήν, μόνον όσους συμβασιούχους έχουν προσληφθεί πριν από το 2001, καλύπτουν πάγιες και λειτουργικές ανάγκες και έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη μέσα σε ένα τρίμηνο από τη λήξη της σύμβασής τους.
Σε κάθε περίπτωση κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των θετικών αποτελεσμάτων της διάσκεψης, όσον αφορά την εργασιακή τύχη των συμβασιούχων μετά το 2001, θα αποτελέσει το ακριβές σκεπτικό της απόφασης. Και αυτό διότι, κατά τη διάσκεψη, αρεοπαγίτες εξέφρασαν την άποψη ότι πρέπει να διατυπωθεί στην απόφαση η θέση ότι η συνταγματική απαγόρευση (άρθρο 103) δεν αφορά τη δικαστική εξουσία αλλά τη νομοθετική λειτουργία. Τα δικαστήρια, δηλαδή, μπορούν, κατά περίπτωση, να αποφαίνονται κυριαρχικά για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό μιας εργασιακής σχέσης, αν δηλαδή είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου, χωρίς να τους εμποδίζει ο συνταγματικός φραγμός, σε αντίθεση με το νομοθέτη, ο οποίος δεσμεύεται από το Σύνταγμα να προχωρεί σε μονιμοποιήσεις, με νόμο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις εργατολόγων, και μόνο το γεγονός ότι η απόφαση δεν επιβεβαιώνει την προηγούμενη εξαιρετικά δυσμενή κρίση της ολομέλειας για τους συμβασιούχους, δίνει νέα ώθηση στο ζήτημα και απελευθερώνει τους δικαστές των κατώτερων δικαστηρίων να κρίνουν, κατά περίπτωση, την αληθινή σχέση εργασίας των συμβασιούχων, με κριτήριο την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Μένει να αποδειχθεί στην πράξη αν τα Πρωτοδικεία που εκδικάζουν αγωγές συμβασιούχων θα επεκτείνουν τη δικαστική προστασία και στους συμβασιούχους νεότερης γενιάς, στους εργαζόμενους, δηλαδή, που προσλήφθηκαν μετά το 2001.
Οι 20 δικαστές που συγκρότησαν τη μειοψηφία κινήθηκαν στη σκληρή γραμμή των δικαστικών εισηγήσεων, σύμφωνα με τις οποίες η συνταγματική απαγόρευση δεν αφήνει κανένα περιθώριο μονιμοποιήσεων και κατά συνέπεια, οι αγωγές συμβασιούχων πρέπει να απορρίπτονται, ακόμη κι αν κριθεί ότι οι εργαζόμενοι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Αρης Καζάκος, καθηγητής Εργατικού Δικαίου
Μαζική κατάχρηση από το ελληνικό κράτος
Το αποτέλεσμα της χθεσινής διάσκεψης στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση, για την επίλυση ενός προβλήματος μείζονος, προβλήματος τόσο πολιτικού όσο και κοινωνικού και νομικού.
Η μαζική κατάχρηση που κάνει το ελληνικό κράτος στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνίσταται στο ότι χρησιμοποιεί συμβασιούχους με προσωρινές και ανασφαλείς εργασιακές σχέσεις για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Για την κάλυψη τέτοιων αναγκών επιβάλλεται στον εργοδότη να χρησιμοποιεί συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την αντιμετώπιση της μαζικής κατάχρησης που κάνει το Δημόσιο είναι και η σημερινή απόφαση της πλειοψηφίας. Διότι εάν η Ολομέλεια απέρριπτε τις αναιρέσεις, αυτό θα επέτρεπε στο κράτος να συνεχίσει ανεμπόδιστα την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και θα του επέτρεπε επίσης να αλλοιώνει και το παιχνίδι των πολιτικών δυνάμεων, με τη δημιουργία στρατιάς ολόκληρης ψηφοφόρων-ομήρων εξαρτημένων από το κράτος, αλλά θα συνέχιζε και την εκμετάλλευση πολλών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων με μισθούς που είναι κατά 40% μικρότεροι από τους μισθούς των τακτικών υπαλλήλων που κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτε από τα δεδομένα του προβλήματος. Οπως αναφέρει ρητά η διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8, αυτό που απαγορεύει το Σύνταγμα είναι η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου με νόμο. Δεν απαγορεύει αντίθετα στο δικαστήριο να προχωρεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης αν είναι σύμβαση εργασίας, έργου ή αν είναι αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Αυτό είναι επιταγή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός είναι έργο του δικαστηρίου και όχι του νομοθέτη.
Αυτό άλλωστε επιβεβαίωσε και το Μισθοδικείο με δύο αποφάσεις του 2005. Στην περίπτωση εκείνη επιβεβαίωσε ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός είναι έργο του δικαστή και όχι του νομοθέτη. Επρόκειτο τότε για το χαρακτήρα μιας παροχής προς εν ενεργεία δικαστές (800 ευρώ το μήνα), την οποία ο νόμος δεν επέτρεπε να καταβάλλεται σε συνταξιούχους δικαστές. Με το σκεπτικό ότι ο νόμος δεν χαρακτήριζε αυτή την παροχή ως μισθολογική και με τον τρόπο αυτό την εξαιρούσε από τις συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων δικαστών, το Μισθοδικείο διαπίστωσε ότι η παροχή έχει σαφώς μισθολογικό χαρακτήρα και επομένως θα πρέπει να συνυπολογίζεται στις συντάξιμες αποδοχές των δικαστών.
Είναι θέμα συνέπειας της Δικαιοσύνης προς τον εαυτό της να δεχθεί ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ανήκει στα δικαστήρια. Αυτό ίσχυε πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση και συνεχίζει φυσικά να ισχύει.
Αντώνης Ρουπακιώτης, πρώην πρόεδρος του ΔΣΑ
Αποκαθιστά το κύρος του Αρείου Πάγου
Η δημοσίευση της απόφασης και μόνον θα δώσει τη δυνατότητα για υπεύθυνη αξιολόγηση των παραδοχών της. Δεν παραλείπω, όμως, να παρατηρήσω ότι η απόφαση αυτή αποκαθιστά κατά ένα μέρος τουλάχιστον το κύρος του Αρείου Πάγου, που δεινά αμφισβητήθηκε, αν δεν καταρρακώθηκε, από το γεγονός ότι το 2006, με απόφασή της, η Ολομέλεια είχε θετικές παραδοχές για τους συμβασιούχους και ύστερα από 9 με 10 μήνες, χωρίς να αλλάξει ο νόμος, η ίδια Ολομέλεια με άλλες αποφάσεις της, αγνόησε τις πρώτες παραδοχές της και έθεσε ουσιαστικά ταφόπλακα στην υπόθεση των συμβασιούχων.
Η απόφαση δικαιώνει σίγουρα τους συμβασιούχους του ΟΠΑΠ, οι οποίοι ή οι οποίες για δεκαετίες ολόκληρες υποχρεώνονταν να υπογράψουν σύμβαση διάρκειας μιας ημέρας και ωστόσο κάποια δικαστήρια δεν τις αναγνώριζαν ως αορίστου χρόνου. Με αφορμή το γεγονός αυτό, από την απόφαση της Ολομέλειας, συνάγεται:
1. Ανεξάρτητα πώς χαρακτηρίζεται μια σύμβαση από το νόμο ή και από τον εργοδοτικό φορέα, το δικαστήριο και μόνον είναι αρμόδιο κατά το Σύνταγμα, αξιολογώντας κατά την αποδεικτική διαδικασία τα πραγματικά περιστατικά, να προσδώσει τον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση.
2. Με όχημα τον ακριβή νομικό χαρακτηρισμό, το δικαστήριο μπορεί πλέον να οδηγείται στην αναγνώριση της σύμβασης ως εργασιακής και ως εργασιακής αορίστου χρόνου, εφ’ όσον κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους οι συμβασιούχοι κάλυπταν πάγιες λειτουργικές ανάγκες, σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 2112/20 και την 99/70 κοινοτική οδηγία.
3.Οι συμβασιούχοι μπορούν να διεκδικήσουν την αποκατάστασή τους στον εργοδοτικό φορέα, που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’ όψιν και ενδεχόμενες ρυθμίσεις κανονισμών.
Πηγή:Ελευθεροτυπία