«Στροφή» στην εμπειρία και -μέσω αυτής- επαναφορά προϊσταμένων αρεστών στην κυβέρνηση κηρύσσει το υπουργείο Εσωτερικών με ρυθμίσεις που αλλάζουν το ισχύον σύστημα επιλογής προϊσταμένων στο Δημόσιο.
Οι προτεινόμενες διατάξεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Νόμου «Ρύθμιση Θεμάτων Υπουργείου Εσωτερικών» (αναρτήθηκαν σε δημόσια διαβούλευση τη Δευτέρα) παραπέμπουν σε απόπειρα κομματικού ρεσάλτου σε συγκεκριμένες (ή καλύτερα στις εναπομείνασες υπό κρίση) θέσεις ευθύνης στη δημόσια διοίκηση, που επιχειρείται με ανατροπή των συσχετισμών στη μοριοδότηση, με ενίσχυση της εμπειρίας σε θέσεις ευθύνης, σε βάρος των τυπικών προσόντων.
Το αποτέλεσμα είναι να πριμοδοτούνται «παλιοί» προϊστάμενοι, έναντι νέων στελεχών του Δημοσίου. Επιβεβαιώνεται πλήρως παλαιότερο σχετικό δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» (9/10/2019: Επιχείρηση… «Γαλάζιο Δημόσιο»).
Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του πνεύματος του ισχύοντος νόμου 4369/2019 («νόμος Βερναρδάκη»).
Με τις προτεινόμενες από τον υπουργό Εσωτερικών, Τ. Θεοδωρικάκο, διατάξεις πέφτει ο συντελεστής μοριοδότησης της ομάδας των τυπικών εκπαιδευτικών προσόντων (τίτλοι σπουδών κ.λπ.) στο 33% (από 40%), αυξάνεται ο συντελεστής της εργασιακής εμπειρίας και της άσκησης καθηκόντων σε θέσεις ευθύνης στο 33% (από 25%) και μειώνεται κατά τι ο συντελεστής της δομημένης συνέντευξης (34% από 35%).
Πρόκειται για συντελεστές που αφορούν την πρώτη εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό δεν υπολογίζεται στα κριτήρια μοριοδότησης η αξιολόγηση. Στη λογική ενίσχυσης της εμπειρίας, ωστόσο, κινούνται και οι διατάξεις που αφορούν τις επόμενες φάσεις κρίσεων.
Ποιες θέσεις αφορά η πρώτη εφαρμογή του νόμου;
Αυτή τη στιγμή έχουν ολοκληρωθεί οι κρίσεις σε επίπεδο γενικών διευθυντών. Εκκρεμούν οι κρίσεις μιας μερίδας διευθυντών και συνολικά οι θέσεις τμηματαρχών.
Εν όψει αυτών των κρίσεων, αποκτούν ισχυρό προβάδισμα προϊστάμενοι που είχαν θητεύσει σε θέσεις ευθύνης με απευθείας αναθέσεις μέσω υπουργικών αποφάσεων, βάσει των μεταβατικών διατάξεων του «νόμου Μητσοτάκη» (4275/2014).
Αυτό που έρχεται να επιβεβαιώσει τη στόχευση της κυβέρνησης είναι ότι στις κρίσεις επιπέδου τμηματαρχών απεμπλέκεται το ΑΣΕΠ από τις δομημένες συνεντεύξεις, με την επίκληση του αυξημένου φόρτου εργασίας της Ανεξάρτητης Αρχής, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση. Διαμορφώνεται ένα πλαίσιο με το οποίο βάρος για την κρίση τμηματαρχών θα έχει η υπουργική γνώμη!
Γενικό «φρένο» στην επιλογή νέων στελεχών σε θέσεις ευθύνης μπαίνει με την υποβάθμιση της αναγνώρισης προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα, κίνηση αντίθετη με το αφήγημα της Ν.Δ. που ομνύει στον ιδιωτικό τομέα (όπως επίσης και με τη δομή επετηρίδας που διαμορφώνεται με τις προωθούμενες αλλαγές). Κάθε μήνας αναγνωρισμένης προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα μοριοδοτείται με 0,83 μόρια. Ακολούθως, κάθε έτος με 9,96 μόρια. Επτά έτη (μέγιστο διάστημα αναγνώρισης) ισοδυναμούν με 69,72 μόρια.
Ο «νόμος Βερναρδάκη» προέβλεπε μοριοδότηση 25 μορίων/έτος προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή 175 μόρια στην επταετία. Κριτική στις παραπάνω κυβερνητικές προτάσεις ασκούν τα περισσότερα σχόλια ενδιαφερομένων στο opengov.gr.
Ρυθμίσεις και στην κινητικότητα
Αλλαγές έρχονται και στο ενιαίο σύστημα κινητικότητας.
Πρώτα και κύρια μειώνονται οι κύκλοι από τρεις σε δύο ή μάλλον σε… ενάμιση. Ο πρώτος κύκλος κινητικότητας προβλέπεται να ξεκινά το δεύτερο 15νθήμερο κάθε Ιανουαρίου. Ο δεύτερος -περιορισμένος σχετικά με τους φορείς υποδοχής- θα ξεκινά στο πρώτο 10ήμερο του Οκτωβρίου. Σε αυτόν θα εντάσσονται αυτομάτως μόνον όσοι φορείς δεν στελέχωσαν θέσεις μέσω μετατάξεων του πρώτου κύκλου, είτε λόγω μη υποβολής αιτήσεων είτε λόγω ακαταλληλότητας των υποψηφίων για την προκηρυσσόμενη θέση.
Αυτές οι αλλαγές στους κύκλους κινητικότητας θα ισχύσουν από τον Οκτώβριο του 2020, κάτι που σημαίνει ότι εκτός απροόπτου ο επόμενος κύκλος κινητικότητας θα εκκινήσει εντός του 2019. Υπενθυμίζεται ότι και επί προηγούμενης κυβέρνησης εξεταζόταν η μείωση των κύκλων από τρεις σε δύο, με στόχο την επιτάχυνση της υλοποίησης των μετατάξεων και τη μείωση των γραφειοκρατικών συνεπειών.
Στον επόμενο κύκλο θα τεθούν σε εφαρμογή οι υπόλοιπες αλλαγές. Μεταξύ άλλων, αυστηροποιείται το ποσοστό θέσεων που πρέπει να έχει στελεχωμένο με προσωπικό ένας φορέας (προέλευσης) προκειμένου να έχει δυνατότητα υπάλληλός του να μετακινηθεί προς άλλο φορέα.
Θα πρέπει, σύμφωνα πάντα με τις προωθούμενες διατάξεις, να είναι καλυμμένο με προσωπικό τουλάχιστον το 65% του συνόλου των οργανικών θέσεων – ο ισχύων νόμος απαιτεί ποσοστό κάλυψης θέσεων 50%, με εξαίρεση τους δήμους με πληθυσμό κάτω των 90.000 κατοίκων, για τους οποίους ισχύει ήδη το 65%.
Η αύξηση του ποσοστού ναι μεν μεριμνά να μην αφεθεί υποστελεχωμένος ένας φορέας στο ενδεχόμενο μαζικών αιτημάτων «φυγής» υπαλλήλων του, αλλά εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει και ως εμπόδιο για υπαλλήλους που θέλουν να αλλάξουν εργασιακό περιβάλλον.
Δυνητική καθίσταται η συνέντευξη υποψηφίου προς μετακίνηση σε μια θέση. Με το ισχύον πλαίσιο είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις μετατάξεων σε θέσεις Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Περαιτέρω προτεινόμενες αλλαγές στην κινητικότητα έχουν στόχο τη «διαμόρφωση ευέλικτων διαδικασιών χωρίς εκπτώσεις σε θέματα διαφάνειας και αξιοκρατίας με γνώμονα, κατά πρώτον, τις υπηρεσιακές ανάγκες αλλά και τη βούληση του υπαλλήλου», όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.
Τέλος, άμεση δυνατότητα αμοιβαίων μετατάξεων παρέχεται στους επιτυχόντες της 3Κ/2018 προκήρυξης του ΑΣΕΠ. Αν και βασική προϋπόθεση για μια μετακίνηση παραμένει για τον υπάλληλο η συμπλήρωση διετίας από τον διορισμό του (ή τη μετάταξη/απόσπασή του), «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η αμοιβαία μετάταξη πριν την πάροδο της διετίας από τον διορισμό ή την πρόσληψη εφόσον οι μετατασσόμενοι ανήκουν οργανικά σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα ΟΤΑ α’ βαθμού», αναφέρει η προωθούμενη διάταξη.
Πηγή: Εφ.Συν.
Σχετικά άρθρα:
- Μερική απασχόληση: Αυτοί θα είναι οι νέοι μισθοί (πίνακες)
- 2 αρνητικά ρεκόρ στην αγορά εργασίας σε 2 μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ
- Συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Υπουργείο Εργασίας