Οι επαναστατούντες Ευρωπαίοι, του Πολ Κρούγκμαν
Οι Γάλλοι επαναστατούν. Οι Έλληνες επίσης. Και ήταν καιρός.
Αμφότερες οι χώρες διεξήγαν εκλογές την Κυριακή, οι οποίες ήταν πρακτικώς δημοψηφίσματα σχετικά με την τρέχουσα ευρωπαϊκή οικονομική στρατηγική, και σε αμφότερες αυτές χώρες οι ψηφοφόροι γύρισαν και τους δυο αντίχειρες κάτω. Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο πόσο σύντομα οι ψήφοι θα οδηγήσουν σε αλλαγές στην πραγματική πολιτική, αλλά τελειώνει ξεκάθαρα ο χρόνος για της στρατηγική της ανάκαμψης μέσω λιτότητας – και αυτό είναι καλό.
Δε χρειάζεται να ειπωθεί, πως αυτό δεν είναι που ακουγόταν από τους συνήθεις υπόπτους στην προεκλογική περίοδο. Ήταν κάπως αστείο να βλέπεις τους κήρυκες της ορθοδοξίας να προσπαθούν να απεικονίσουν τον προσεκτικό και ήπιων τόνων Φρανσουά Ολάντ σαν μια απειλητική φιγούρα. Είναι «ιδιαίτερα επικίνδυνος» ανακήρυττε το «The Economist», το οποίο παρατηρούσε πώς (ο Ολάντ) «πιστεύει ειλικρινώς στην ανάγκη να δημιουργηθεί μια δικαιότερη κοινωνία. Quelle horreur (τι τρόμος)!
Αυτό που είναι αληθές είναι ότι η νίκη του κου Ολάντ σημαίνει το τέλος του «Μερκοζί», του γαλλο-γερμανικού άξονα που επέβαλε το καθεστώς λιτότητας τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό θα ήταν μια «επικίνδυνη» εξέλιξη αν αυτή η στρατηγική δούλευε, ή είχε μια εύλογη πιθανότητα να δουλέψει. Αλλά δεν δουλεύει και δεν υπάρχει πιθανότητα να δουλέψει – είναι καιρός να προχωρήσουμε. Οι ψηφοφόροι της Ευρώπης, όπως φαίνεται, είναι σοφότεροι από τους καλύτερους και εξυπνότερους της Ηπείρου.
Τι είναι λάθος στη συνταγή της περικοπής των δαπανών ως θεραπεία των δεινών της Ευρώπης; Μία απάντηση είναι πώς η νεράιδα της αξιοπιστίας δεν υπάρχει, που σημαίνει πώς οι ισχυρισμοί ότι οι περικοπές των κυβερνητικών δαπανών κατά κάποιον τρόπο θα ενθάρρυναν τους καταναλωτές και τα επιχειρήσεις να ξοδέψουν περισσότερα καταρρίφθηκαν από την εμπειρία των δύο προηγούμενων ετών. Δηλαδή οι περικοπές δαπανών σε μια οικονομία σε ύφεση κάνουν απλώς την ύφεση βαθύτερη.
Επιπλέον, φαίνεται πως το όποιο όφελος θα είναι λίγο. Σκεφτείτε την περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία υπήρξε ένας καλός στρατιώτης στην κρίση επιβάλλοντας ολοένα σκληρότερη λιτότητα σε μια προσπάθεια να επανακτήσει την εύνοια των αγορών ομολόγων. Σύμφωνα με την επικρατούσα ορθοδοξία, αυτό έπρεπε να δουλέψει. Μάλιστα, η δύναμη της πίστης είναι τόσο ισχυρή που μέλη της Ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ συνεχίζουν να ισχυρίζονται πώς η Ιρλανδική λιτότητα έχει πράγματι δουλέψει, πώς η Ιρλανδική οικονομία έχει ξεκινήσει να ανακάμπτει.
Αλλά δεν έχει. Κα παρότι δε θα μάθαινε κανείς πολλά για αυτό από την κάλυψη του Τύπου, το ιρλανδικό κόστος δανεισμού παραμένει πολύ υψηλότερο από αυτό της Ισπανίας ή της Ιταλίας, εκτός από της Γερμανίας. Επομένως ποιες είναι οι εναλλακτικές;
Μια απάντηση, που βγάζει περισσότερο νόημα από όσο είναι πρόθυμος να παραδεχτεί οποιοσδήποτε στην Ευρώπη, θα ήταν να διασπαστεί το Ευρώ, το κοινό νόμισμα της Ευρώπης. Η Ευρώπη δε θα ήταν σε αυτό το σημείο αν η Ελλάδα είχε ακόμα τη δραχμή της, η Ισπανία την πεσέτα της, η Ιρλανδία το παντ της κ.ο.κ. , διότι Ελλάδα και Ισπανία θα είχαν αυτό που τους λείπει τώρα: έναν γρήγορο δρόμο να αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να ενισχύσουν τις εξαγωγές, δηλαδή την υποτίμηση.
Ως αντίποδα στη θλιβερή ιστορία της Ιρλανδίας σκεφτείτε την περίπτωση της Ισλανδίας, που ήταν το σημείο μηδέν για την οικονομική κρίση αλλά ήταν ικανή να απαντήσει υποτιμώντας το νόμισμά της, την κορόνα (επίσης είχε το θάρρος να αφήσει τις τράπεζές της να καταρρεύσουν και να χρεοκοπήσουν). Είναι σίγουρο πώς η Ισλανδία βιώνει την ανάκαμψη που υποτίθεται θα έπρεπε να έχει η Ιρλανδία, αλλά δεν έχει.
Ωστόσο, η διάσπαση του Ευρώ θα ήταν ιδιαίτερα αποδιοργανωτική και θα αποτελούσε μια μεγάλη ήττα για το «Ευρωπαϊκό εγχείρημα», τη μακροχρόνια προσπάθεια να προωθηθεί η ειρήνη και η δημοκρατία μέσω της στενότερης ολοκλήρωσης. Υπάρχει άλλος δρόμος; Ναι, υπάρχει – και οι Γερμανία έχουν δείξει το πώς μπορεί αυτός να δουλέψει. Δυστυχώς, δεν κατανοούν τα διδάγματα της δικιάς τους εμπειρίας.
Μιλήστε στους ηγέτες της γερμανικής κοινής γνώμης για την κρίση της Ευρώπης και, όπως τους αρέσει να λένε, θα απαντήσουν ότι η δικιά τους οικονομία ήταν σε κάμψη τα πρώτα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας όμως κατάφερε να ανακάμψει. Αυτό που δεν τους αρέσει να αναγνωρίζουν είναι ότι αυτή η ανάκαμψη τροφοδοτήθηκε από την ανάδυση των τεράστιων Γερμανικών πλεονασμάτων εις βάρος άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, συγκεκριμένα εις βάρος των εθνών που βρίσκονται τώρα σε κρίση, οι οποίες αναπτύσσονταν και βίωναν πληθωρισμό πάνω από το φυσιολογικό, χάρη στα χαμηλά επιτόκια. Οι χώρες της Ευρώπης σε κρίση θα μπορούσαν να προσομοιώσουν την επιτυχία της Γερμανίας εφόσον αντιμετώπιζαν ένα συγκριτικά ευνοϊκό περιβάλλον, εφόσον δηλαδή αυτή τη φορά βιώσει η υπόλοιπη Ευρώπη, ειδικά η Γερμανία, μια αύξηση του πληθωρισμού.
Επομένως η εμπειρία της Γερμανίας δεν είναι, όπως φαντάζονται οι Γερμανοί, ένα επιχείρημα υπέρ μονομερούς λιτότητα στη Νότια Ευρώπη. Είναι ένα επιχείρημα για ακόμα μεγαλύτερες επεκτατικές πολιτικές αλλού και ειδικά για να εγκαταλείψει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την εμμονή της με τον πληθωρισμό και να εστιάσει στην ανάπτυξη.
Είναι περιττό να ειπωθεί πώς δεν αρέσει στους Γερμανούς το συμπέρασμα αυτό, ούτε στην ηγεσία της κεντρικής τράπεζας. Θα παραμείνουν προσκολλημένοι στις φαντασιώσεις τους για ευημερία μέσω πόνου και θα επιμείνουν πώς συνεχίζοντας με την αποτυχημένη στρατηγική τους είναι η μόνη υπεύθυνη στάση. Αλλά φαίνεται ότι δε θα έχουν αδιαμφισβήτητη υποστήριξη από το Μέγαρο των Ηλυσίων. Και αυτό, είτε το πιστεύετε είτε όχι, σημαίνει ότι το Ευρώ και το Ευρωπαϊκό εγχείρημα τώρα έχουν καλύτερες πιθανότητες επιβίωσης από ότι είχαν πριν από μερικές μέρες.
*Άρθρο του νομπελίστα οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν για τους New York Times, που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 6 Μαΐου 2012.