Κώδικας Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή όχημα για αφαίρεση αρμοδιοτήτων;
Διαβάσαμε με προσοχή τόσο τις παραγράφους 62 αρ. 7 του άρθρου 75 του Νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων όσο και το ψήφισμα της 15ης Μαΐου του 2006 του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Έχουμε να πούμε τα παρακάτω:
Το ψήφισμα των συναδέλφων αρχαιολόγων, είναι σφαιρικό και εμπεριέχει τους βασικούς λόγους για τους οποίους η προστασία και η ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της χώρας δεν πρέπει να φύγει από την κεντρική διοίκηση χωρίς βέβαια να περιθωριοποιούνται και οι υπόλοιπες βαθμίδες εξουσίας.
Είναι όμως κάποιες αρχές πολιτιστικής πολιτικής οι οποίες είναι ενιαίες σ’ ολόκληρη την πολιτισμένη Ευρώπη και τις οποίες αρχές διατηρεί και μέχρι σήμερα η Ελλάδα.
Πρώτη αρχή είναι ότι οι κρατικές ενέργειες, στον τομέα της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, και εννοούμε κυρίως και δεσμεύσεις της αστικής ιδοκτησίας δηλαδή πράξεις πολιτιστικής πολιτικής με σοβαρό πολιτικό κόστος όχι μόνο δεν πρέπει να επιδέχονται πιέσεις πελατιασμού αλλά θα πρέπει αυτή η ευθύνη να διαχέεται σ’ολόκληρη της πυραμίδα της διοικητικής ιεραρχίας. Δηλαδή στην περίπτωση μας ο απλός αρχαιολόγος ή αρχιτέκτων ή συντηρητής συνεπικουρούμενος από τον αρχαι-οφύλακα του υπουργείου, εισηγείται στον διευθυντή, αυτός στην Κεντρική Διεύθυνση, στον Γενικό διευθυντή, στα τοπικά και κεντρικά επιστημονικά Συλλογικά Όργανα τα οποία γνωμοδοτούν στον Υπουργό. Ο Υπουργός έχει την ευθύνη της τελικής απόφασης αλλά η μη αποδοχή της γνωμοδότησης του ΚΑΣ ή ΚΣΝΜ στην χώρα μας γίνεται μόνον όταν αυτή έρχεται σε αντίθεση με κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης.
Εάν φανταστούμε τις αρμοδιότητες στους Δήμους, εάν δεχθούμε ότι η προσωπική επαφή ειδικά στους μικρούς, δηλαδή έξω από 2-3 μεγάλους, Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Πειραιάς, το πολιτικό κόστος που αναπτύσσεται από τις κηρύξεις μνημείων και χώρων παρ. στ. 5 και στ. 6, η επισκευή και συντήρηση ιστορικών κτηρίων παρ. 7 και η αποκατάσταση καταστροφών ζΐ, εμείς λέμε επί μνημείων, εμείς ρωτούμε με ποιους όρους και προδιαγραφές όταν γνωρίζουμε ότι η επισκευή διατηρητέου με τους επιστημονικά αποδεκτούς όρους των διεθνών χαρτών είναι σημαντικά ακριβώτερη από την κατεδάφιση και ανοικοδόμηση όμοιου, και όταν ο ιδιοκτήτης πιέζει και πιέζει με τις ψήφους του τον Δήμαρχο και τον συνδυασμό του πώς θα ενεργήσει ο Δήμαρχος;
Όταν ο φύλακας των χώρων επιβλέπει εκσκαφή θεμελίων, αλλά προϊστάμενος του είναι η Δημοτική αρχή, πώς θα ενεργήσει χωρίς την προστασία του κράτους και του εφόρου;
Βεβαίως κάποιες εργασίες που ούτως ή άλλως τις κάνουν ιδιώτες υπό την στενή επίβλεψη της υπηρεσίας, θα μπορούσε να τις κάνει (που ούτως ή άλλως τις κάνει) ο Δήμος.
Βεβαίως οι προτάσεις των Δήμων γενικής πολιτιστικής πολιτικής και ειδικά θέματα θα μπορούσε να τα συζητήσει σε όργανα διαμόρφωσης πολιτιστικής πολιτικής, τα οποία όμως σήμερα δεν υπάρχουν ούτε στο ΥΠΠΟ ούτε οτο ΥΠΕΧΩΔΕ, αντιθέτως υπάρχει αλληλοεπικάλυψη.
Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και για την έλλειψη κανονισμού και προδιαγραφών για έργα χωροταξίας, ανασκαφών, αποκαταστάσεων μνημείων, συντήρησης έργων τέχνης, μνημείων εν κινδυνω από
φυσικά ή ανθρωπογενή φαινόμενα κλπ που σε άλλες χώρες έχουν τον γενικό όρο της χάρτας αποκαταστάσεων.
Η έλλειψη κεντρικού ινστιτούτου αποκαταστάσεων προκειμένου να επεξεργάζεται τέτοιες προδιαγραφές και εφαρμογές, η έλλειψη ειδικού θεσμικού πλαισίου δημόσιων έργων στους παραπάνω τομείς, η μη έκδοση ΠΔ εφαρμογής του άρθρου 14 του Ν.3028 για την εξομάλυνση σχέσεων πολίτη-κράτους, είναι κενά της σημερινής πολιτιστικής πολιτικής στην χώρα μας που σήμερα άμεσα καλύπτονται από τον αυταρχισμό του κράτους ή από τον υψηλό και κατ’εξαίρεση πελατειακό.
Εάν δοθούν οι αποφασιστικές αρμοδιότητες που αναφέρονται παραπάνω στους Δήμους, τότε η στενή σχέση με το σώμα των εκλογέων του και ο πελατιασμός που θα αναπτυχθεί, καταλαβαίνουμε ότι οι φόβοι που εκφράζουν, οι συνάδελφοι αρχαιολόγοι στην τελευταία παράγραφο του ψηφίσματος τους, θα γίνουν πραγματικότητα. Η καταστροφή της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι βέβαιη. Επομένως μάλλον οι δήμοι πρέπει να ξαναδούν τι τους μέλλεται και οι ίδιοι να απεμπολίσουν από τις πολιτικές υψηλού πολιτικού κόστους που δημιουργεί ο νέος κώδικας.
Βασίλης Παλαντζάς
Αντιπρόεδρος Ελληνικού Τμήματος ICOMOS
Αντιπρόεδρος Σωματείου Μηχανικών ΥΠ.ΠΟ.
νέα Πνύκα / Τεύχος 3 / Ιούλιος 2006